- χρονίζει
- χρονίζωspend timepres ind mp 2nd sgχρονίζωspend timepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
моудити — МОУ|ДИТИ (3*), ЖОУ, ДИТЬ гл. Медлить, задерживаться: и тако оглашаѥмъ ˫а и творимъ ˫а мѹдити въ цр҃кви и послѹшати писании. (χρονίζειν) КЕ XII, 67б; женьскыи ѹбо възоръ. стрѣла ѥсть ˫адовита. и ѹ˫азви лице. и ˫адъ въложи. и ѥлико мѹдить. толико… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μάται — (Α) (αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «διατρίβει, χρονίζει» … Dictionary of Greek
άσθμα, βρογχικό — Παροξυσμική αντίδραση που εκδηλώνεται στο ύψος των αναπνευστικών οδών με στένωση του αυλού των βρογχιολίων λόγω σύσπασης των μυϊκών ινών τους, με οίδημα του βλεννογόνου και υπερέκκριση των αδένων, σε άτομα με ιδιοσυστατική προδιάθεση. Κλινικά… … Dictionary of Greek
χρόνιος — α, ο 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, αυτός που υπάρχει από πολύ χρόνο. 2. σε ασθένειες, αυτός που χρονίζει, αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο: Η πάθηση αυτή είναι χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)